cabo
Ισπανικά
(es)
ενικός
πληθυντικός
cabo
cabos
Ουσιαστικό
cabo
(es)
αρσενικό
(
γεωγραφία
)
το
ακρωτήριο
Πορτογαλικά
(pt)
ενικός
πληθυντικός
cabo
cabos
Ουσιαστικό
cabo
(pt)
αρσενικό
(
γεωγραφία
)
το
ακρωτήριο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.