carriola

Ιταλικά (it)

Una carriola - Μία καριόλα.
carriola - κρεβάτι με ροδάκια

Ετυμολογία

carriola < υποκοριστικό του carro (κάρο)
  • για τη σημασία «κρεβάτι με ρόδες»: εννοείται η φράση letto a carriola

Προφορά

ΔΦΑ : /karˈrjɔ.la/

Ουσιαστικό

carriola θηλυκό (πληθυντικός: corriole)

  1. (υποκοριστικό) μεταλλικό μικρό καρότσι
  2. (έπιπλο) κρεβάτι με ρόδες

Απόγονοι

carriola (ιταλικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: καριόλα
νέα ελληνικά: καριόλα
οθωμανικά τουρκικά: قاریولا / قاریوله
τουρκικά: karyola
αρμενικά: քառյոլա (kʿaṙyola)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.