caelum

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

caelum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kai (λαμπρός). Συγγενές με το (αρχαία ελληνική) αἰθήρ

Ουσιαστικό

caelum (la) ουδέτερο

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική caelum caela
γενική caelī caelōrum
δοτική caelō caelīs
αιτιατική caelum caela
κλητική caelum caela
αφαιρετική caelō caelīs
(β' κλίση)

Σημειώσεις

  • Στον πληθυντικό κλίνεται και σαν αρσενικό σε ποιητικά κείμενα: caeli, caelos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.