bay
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| bay | bays |
.jpg.webp)
Κουτί υπολογιστή (case) με τρεις εσοχές (bays)
Ουσιαστικό
bay (en)
- (γεωγραφία) ο κόλπος, ο όρμος
- ↪ Phaleron Bay - ο Κόλπος του Φαλήρου
- ντορής (άλογο)
- κλίτος
- διαμέρισμα, εσοχή
- (υλικό υπολογιστή) θάλαμος, φάτνωμα, διαμέρισμα, εσοχή ο χώρος στο κουτί (case) προσωπικού υπολογιστή (PC) όπου τοποθετείται συσκευή υλισμικού (hardware), όπως σκληρός (πχ. CD-ROM), οπτικός δίσκος, κλπ. [1]
Πηγές
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 461. ISBN 9780194325684., λήμμα: κόλπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.