ντορής
Νέα ελληνικά
(el)
→
λείπει η κλίση
Ετυμολογία
ντορής
<
(
άμεσο δάνειο
)
τουρκική
doru
Ουσιαστικό
ντορής
αρσενικό
όμορφο
άλογο
με κοκκινωπό τρίχωμα
Μεταφράσεις
ντορής
αγγλικά
:
bay
(en)
ρωσικά
:
гнедой
(ru)
τουρκικά
:
doru
(tr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.