arma
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- arma < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂(e)rmos (συναρμογή, μάχη) < *h₂er- (συνδέω). Συγγενές με τα (σανσκριτικά) ऋत (ṛtá) και अरम् (áram, “συναρμογή”), αρχαία ελληνική ἀραρίσκω, (παλαιά αρμενικά) արարի (arari).
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | arma | |
| γενική | armōrum | |
| δοτική | armīs | |
| αιτιατική | arma | |
| κλητική | arma | |
| αφαιρετική | armīs | |
Πηγές
- arma - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.