actor
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| actor | actors |
Ουσιαστικό
- (επάγγελμα) ο ηθοποιός
- ↪ a film actor - ηθοποιός του κινηματογράφου
- ↪ It was the first time that he would appear in the theater as a leading actor.
- Ήταν η πρώτη φορά που θα εμφανιζόταν στο θέατρο ως πρωταγωνιστής.
- αυτός που δρα σε μια κατάσταση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.