υποκρίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υποκρίνομαι < αρχαία ελληνική ὑποκρίνομαι
Ρήμα
υποκρίνομαι (αποθετικό ρήμα)
- (θέατρο) (κυριολεκτικά) παίζω ένα ρόλο σε καλλιτεχνική παράσταση
- (μεταφορικά) προσποιούμαι, παίζω θέατρο
- ↪ μην υποκρίνεσαι τον ανήξερο, διότι όλοι γνωρίζουμε ότι ήσουν εκεί όταν έγιναν όλ' αυτά
Συγγενικά
- ανυποκρισία
- ανυπόκριτα
- ανυπόκριτος
- υπόκριση
- υποκρισία
- υποκριτής
- υποκριτικά
- υποκριτική
- υποκριτικός
- υποκρίτρια
- → δείτε τις λέξεις υπό και κρίνω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υποκρίνομαι | υποκρινόμουν(α) | θα υποκρίνομαι | να υποκρίνομαι | υποκρινόμενος | |
| β' ενικ. | υποκρίνεσαι | υποκρινόσουν(α) | θα υποκρίνεσαι | να υποκρίνεσαι | (υποκρίνου) | |
| γ' ενικ. | υποκρίνεται | υποκρινόταν(ε) | θα υποκρίνεται | να υποκρίνεται | ||
| α' πληθ. | υποκρινόμαστε | υποκρινόμαστε υποκρινόμασταν |
θα υποκρινόμαστε | να υποκρινόμαστε | ||
| β' πληθ. | υποκρίνεστε | υποκρινόσαστε υποκρινόσασταν |
θα υποκρίνεστε | να υποκρίνεστε | (υποκρίνεστε) | |
| γ' πληθ. | υποκρίνονται | υποκρίνονταν υποκρινόντουσαν |
θα υποκρίνονται | να υποκρίνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υποκρίθηκα | θα υποκριθώ | να υποκριθώ | υποκριθεί | ||
| β' ενικ. | υποκρίθηκες | θα υποκριθείς | να υποκριθείς | υποκρίσου | ||
| γ' ενικ. | υποκρίθηκε | θα υποκριθεί | να υποκριθεί | |||
| α' πληθ. | υποκριθήκαμε | θα υποκριθούμε | να υποκριθούμε | |||
| β' πληθ. | υποκριθήκατε | θα υποκριθείτε | να υποκριθείτε | υποκριθείτε | ||
| γ' πληθ. | υποκρίθηκαν υποκριθήκαν(ε) |
θα υποκριθούν(ε) | να υποκριθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω υποκριθεί | είχα υποκριθεί | θα έχω υποκριθεί | να έχω υποκριθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις υποκριθεί | είχες υποκριθεί | θα έχεις υποκριθεί | να έχεις υποκριθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει υποκριθεί | είχε υποκριθεί | θα έχει υποκριθεί | να έχει υποκριθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε υποκριθεί | είχαμε υποκριθεί | θα έχουμε υποκριθεί | να έχουμε υποκριθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε υποκριθεί | είχατε υποκριθεί | θα έχετε υποκριθεί | να έχετε υποκριθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν υποκριθεί | είχαν υποκριθεί | θα έχουν υποκριθεί | να έχουν υποκριθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.