υποκρίνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υποκρίνομαι < αρχαία ελληνική ὑποκρίνομαι

Ρήμα

υποκρίνομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. (θέατρο) (κυριολεκτικά) παίζω ένα ρόλο σε καλλιτεχνική παράσταση
  2. (μεταφορικά) προσποιούμαι, παίζω θέατρο
    μην υποκρίνεσαι τον ανήξερο, διότι όλοι γνωρίζουμε ότι ήσουν εκεί όταν έγιναν όλ' αυτά

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.