οδοντοτεχνίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οδοντοτεχνίτης οι οδοντοτεχνίτες
      γενική του οδοντοτεχνίτη των οδοντοτεχνιτών
    αιτιατική τον οδοντοτεχνίτη τους οδοντοτεχνίτες
     κλητική οδοντοτεχνίτη οδοντοτεχνίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οδοντοτεχνίτης < οδοντο- + τεχνίτης

Ουσιαστικό

οδοντοτεχνίτης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.