-στρωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -στρωτής | η | -στρωτής | το | -στρωτές |
| γενική | του | -στρωτούς* | της | -στρωτούς | του | -στρωτούς |
| αιτιατική | τον | -στρωτή | τη(ν) | -στρωτή | το | -στρωτές |
| κλητική | -στρωτή(ς) | -στρωτής | -στρωτές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -στρωτείς | οι | -στρωτείς | τα | -στρωτή |
| γενική | των | -στρωτών | των | -στρωτών | των | -στρωτών |
| αιτιατική | τους | -στρωτείς | τις | -στρωτείς | τα | -στρωτή |
| κλητική | -στρωτείς | -στρωτείς | -στρωτή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -στρωτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -στρωτος < στρωτός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /stɾo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -στρω‐τος
Επίθημα
-στρωτος, -η, -ο
- επίθημα επιθέτων τα οποία αναφέρονται σε υλικό επίστρωσης κάποιας επιφάνειας
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -στρωτος στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-στρωτος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -στρωτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.