-στάσι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | -στάσι | τα | -στάσια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | -στάσι | τα | -στάσια |
| κλητική | -στάσι | -στάσια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -στάσι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -στάσι < αρχαία ελληνική -στάσιον με αποφυγή της χασμωδίας[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsta.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -στά‐σι
Επίθημα
-στάσι ουδέτερο
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -στάσι στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε -στάσι - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Συγγενικά
- -στάσιο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -στάσιο στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- -στάσι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -στάσι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- -στάσι < -στάσιον με αποφυγή της χασμωδίας < αρχαία ελληνική -στάσιον[1]
Επίθημα
-στάσι ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη -στάσιον
Αναφορές
- -στάσι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.