εικονοστάσι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εικονοστάσι τα εικονοστάσια
      γενική
    αιτιατική το εικονοστάσι τα εικονοστάσια
     κλητική εικονοστάσι εικονοστάσια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εικονοστάσι < εικονοστάσιο < (ελληνιστική κοινή) εἰκονοστάσιον < αρχαία ελληνική εἰκών + ἵστημι. Μορφολογικά αναλύεται σε εικονο- + -στάσι

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ko.noˈsta.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εικονοστάσι

Ουσιαστικό

εικονοστάσι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.