πλόκος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλόκος οἱ πλόκοι
      γενική τοῦ πλόκου τῶν πλόκων
      δοτική τῷ πλόκ τοῖς πλόκοις
    αιτιατική τὸν πλόκον τοὺς πλόκους
     κλητική ! πλόκε πλόκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλόκω
γεν-δοτ τοῖν  πλόκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλόκος < πλέκω, θέμα πλοκ- + -ος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleḱ- (πλέκω)

Ουσιαστικό

πλόκος αρσενικό

  1. πλεξούδα, βόστρυχος, κοτσίδα, μπούκλα
     συνώνυμα: πλόκαμος
  2. στεφάνι από άνθη ή φυτά
      δύο δ’ αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων ἐν Ἰσθμιάδεσσιν φανέντα (Πίνδαρος, Ὀλύμπια, 13, 33)
    λείπει η μετάφραση
  3. χορδή σε τόξο

Σύνθετα

 και δείτε τη λέξη πλέκω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.