-πλόκος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

-πλόκος < πλέκω, θέμα πλοκ- + κατάληξη -ος. Συγκρίνετε με το -πλoκος

Επίθημα

-πλόκος

  • δεύτερο συνθετικό για το σχηματισμό ουσιαστικών ή επιθέτων με τη σημασία του δράστη που πλέκει ή υφαίνει
    1. με το υλικό που ορίζει το πρώτο συνθετικό
      ἀνθοπλόκος (που πλέκει με λουλούδια)
    2. για να κατασκευάσει αυτό που ορίζει το πρώτο συνθετικό
      καλαθοπλόκος (που φτιάχνει καλάθια)
    3. (και μεταφορικά)
      γριφοπλόκος (που φτιάχνει γρίφους)

Συγγενικά

  • πλόκος
  • -πλοκος - Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πλοκος στο Βικιλεξικό

 και δείτε τη λέξη πλέκω


Σύνθετα

Σύνθετα

  • αἱμυλοπλόκος
  • ἀνθοπλόκος
  • δικτυοπλόκος
  • δολοπλόκος
  • γριφοπλόκος
  • ἰοπλόκος
  • καλαθοπλόκος
  • καλοπλόκος
  • καυνακοπλόκος
  • κεκρυφαλοπλόκος
  • κοσμοπλόκος
  • λινοπλόκος
  • λυγοπλόκος
  • μυθοπλόκος
  • οἰσυοπλόκος
  • ὀθονιοπλόκος
  • προβληματοπλόκος
  • πυτινοπλόκος
  • σακκοπλόκος
  • σπαρτοπλόκος
  • στεφανηπλόκος
  • στεφηπλόκος
  • στιχοπλόκος
  • σχοινιοπλόκος
  • σχοινοπλόκος
  • τυλοπλόκος
  • ψαθοπλόκος
  • ψιαθοπλόκος
  • ζωνιοπλόκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.