-πλόκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- -πλόκος < πλέκω, θέμα πλοκ- + κατάληξη -ος. Συγκρίνετε με το -πλoκος
Επίθημα
-πλόκος
- δεύτερο συνθετικό για το σχηματισμό ουσιαστικών ή επιθέτων με τη σημασία του δράστη που πλέκει ή υφαίνει
- με το υλικό που ορίζει το πρώτο συνθετικό
- ἀνθοπλόκος (που πλέκει με λουλούδια)
- για να κατασκευάσει αυτό που ορίζει το πρώτο συνθετικό
- καλαθοπλόκος (που φτιάχνει καλάθια)
- (και μεταφορικά)
- γριφοπλόκος (που φτιάχνει γρίφους)
- με το υλικό που ορίζει το πρώτο συνθετικό
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πλόκος στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -πλόκος @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Σύνθετα
- αἱμυλοπλόκος
- ἀνθοπλόκος
- δικτυοπλόκος
- δολοπλόκος
- γριφοπλόκος
- ἰοπλόκος
- καλαθοπλόκος
- καλοπλόκος
- καυνακοπλόκος
- κεκρυφαλοπλόκος
- κοσμοπλόκος
- λινοπλόκος
- λυγοπλόκος
- μυθοπλόκος
- οἰσυοπλόκος
- ὀθονιοπλόκος
- προβληματοπλόκος
- πυτινοπλόκος
- σακκοπλόκος
- σπαρτοπλόκος
- στεφανηπλόκος
- στεφηπλόκος
- στιχοπλόκος
- σχοινιοπλόκος
- σχοινοπλόκος
- τυλοπλόκος
- ψαθοπλόκος
- ψιαθοπλόκος
- ζωνιοπλόκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.