-λού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ού οι ούδες
      γενική της ούς των ούδων
    αιτιατική τη(ν) ού τις ούδες
     κλητική ού ούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-λού < -λ(ής) + -ού[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈlu/

Επίθημα

-λού θηλυκό

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -λού στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -λής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.