-ουριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -ουριά | οι | -ουριές |
| γενική | της | -ουριάς | των | -ουριών |
| αιτιατική | τη(ν) | -ουριά | τις | -ουριές |
| κλητική | -ουριά | -ουριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /uɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐ριά
Επίθημα
-ουριά θηλυκό
- β' συνθετικό που τίθεται σε σύνθετα περιληπτικά ουσιαστικά ή τα προσδίδει κάποια μειωτική σημασία
Μεταφράσεις
-ουριά
|
|
Αναφορές
- "-ουριά" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -ουριά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.