-κω
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -κω | οι | -κες |
| γενική | της | -κως | των | -κων |
| αιτιατική | τη(ν) | -κω | τις | -κες |
| κλητική | -κω | -κες | ||
| Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
| Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Επίθημα
-κω
- κατάληξη λαϊκότροπων χαϊδευτικών ονομάτων
- Κατίνα + -κω > kaˈtiŋˈɡo Κατίγκω
- τρελαί(νω) + κω > τρελαίγκω > απλοποίηση: τρελέγκω
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κω στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.