-κω

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ω οι ες
      γενική της ως των ων
    αιτιατική τη(ν) ω τις ες
     κλητική ω ες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-κω > κατάληξη + θηλυκών ονομάτων με επέκταση και σε προσηγορικά ονόματα  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθημα

-κω

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κω στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.