τυποκλόπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | τυποκλόπος | οι | τυποκλόποι |
| γενική | του/της | τυποκλόπου | των | τυποκλόπων |
| αιτιατική | τον/την | τυποκλόπο | τους/τις | τυποκλόπους |
| κλητική | τυποκλόπε | τυποκλόποι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
τυποκλόπος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.