τυποκλόπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τυποκλόπος οι τυποκλόποι
      γενική του/της τυποκλόπου των τυποκλόπων
    αιτιατική τον/την τυποκλόπο τους/τις τυποκλόπους
     κλητική τυποκλόπε τυποκλόποι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυποκλόπος < τύπος + -ο- + -κλόπος

Ουσιαστικό

τυποκλόπος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.