ορνιθοκλόπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ορνιθοκλόπος οι ορνιθοκλόποι
      γενική του/της ορνιθοκλόπου των ορνιθοκλόπων
    αιτιατική τον/την ορνιθοκλόπο τους/τις ορνιθοκλόπους
     κλητική ορνιθοκλόπε ορνιθοκλόποι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορνιθοκλόπος < όρνιθα + -ο- + -κλόπος

Ουσιαστικό

ορνιθοκλόπος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

Πηγές

  • ορνιθοκλόπος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.