αρθροκλόπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | αρθροκλόπος | οι | αρθροκλόποι |
| γενική | του/της | αρθροκλόπου | των | αρθροκλόπων |
| αιτιατική | τον/την | αρθροκλόπο | τους/τις | αρθροκλόπους |
| κλητική | αρθροκλόπε | αρθροκλόποι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αρθροκλόπος αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
- αρθροκλόπος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
αρθροκλόπος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.