αρθροκλόπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αρθροκλόπος οι αρθροκλόποι
      γενική του/της αρθροκλόπου των αρθροκλόπων
    αιτιατική τον/την αρθροκλόπο τους/τις αρθροκλόπους
     κλητική αρθροκλόπε αρθροκλόποι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρθροκλόπος < άρθρο + -ο- + -κλόπος

Ουσιαστικό

αρθροκλόπος αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.