-ιλίκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | -ιλίκι | τα | -ιλίκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | -ιλίκι | τα | -ιλίκια |
| κλητική | -ιλίκι | -ιλίκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -λίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική -lik, επίθημα τουρκικών ουσιαστικών + -ι [1]
- maskara-lιk > μασκαρα-λίκι
- -ι-λίκι < από τουρκικά ουσιαστικά με θεματικό φωνήεν [i]
- bekri-lik > μπεκρι-λίκι
- -ιλίκι επέκταση χρήσης σε μη τουρκογενή ουσιαστικά
- υπουργός > υπουργ-ιλίκι
Επίθημα
-ιλίκι ή -λίκι
Συγγενικά
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ιλίκι στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -λίκι στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- -ιλίκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.