βουλευτιλίκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βουλευτιλίκι | τα | βουλευτιλίκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | βουλευτιλίκι | τα | βουλευτιλίκια |
| κλητική | βουλευτιλίκι | βουλευτιλίκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βουλευτιλίκι < βουλευτ(ής) + -ιλίκι[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /vu.le.ftiˈli.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐λευ‐τι‐λί‐κι
Ουσιαστικό
βουλευτιλίκι ουδέτερο
- (πολιτική, λαϊκό) η ιδιότητα του βουλευτή
- ※ Τα υπηρεσιακά αυτοκίνητα μπορεί να μην είναι το μείζον θέμα της εποχής. Η μεγάλη αντίσταση – άρνηση που συναντάει όμως η διακοπή της παροχής έχει πολλά συνδηλούμενα. Κυρίως, δηλώνει απροκάλυπτα ότι το «βουλευτιλίκι» εξακολουθεί να μετράει περισσότερο από την ιδιότητα του βουλευτή. Να μην απολαμβάνει μόνο γενική ασυλία αλλά και ανοσία.
- Μαρία Κατσουνάκη, Το «βουλευτιλίκι» ως ιδιότητα, Η Καθημερινή, 13 Μαρτίου 2015
- ※ Τα υπηρεσιακά αυτοκίνητα μπορεί να μην είναι το μείζον θέμα της εποχής. Η μεγάλη αντίσταση – άρνηση που συναντάει όμως η διακοπή της παροχής έχει πολλά συνδηλούμενα. Κυρίως, δηλώνει απροκάλυπτα ότι το «βουλευτιλίκι» εξακολουθεί να μετράει περισσότερο από την ιδιότητα του βουλευτή. Να μην απολαμβάνει μόνο γενική ασυλία αλλά και ανοσία.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βουλεύομαι
Μεταφράσεις
βουλευτιλίκι
|
|
Αναφορές
- βουλευτιλίκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.