ἀνδρεών

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀνδρεών οἱ ἀνδρεῶνες
      γενική τοῦ ἀνδρεῶνος τῶν ἀνδρεώνων
      δοτική τῷ ἀνδρεῶν τοῖς ἀνδρεῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀνδρεῶν τοὺς ἀνδρεῶνᾰς
     κλητική ! ἀνδρεών ἀνδρεῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνδρεῶνε
γεν-δοτ τοῖν  ἀνδρεώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀνδρεών < (ἀνήρ) ἀνδρ- + -εών

Ουσιαστικό

ἀνδρεών

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.