πταισματοδικείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πταισματοδικείο | τα | πταισματοδικεία |
| γενική | του | πταισματοδικείου | των | πταισματοδικείων |
| αιτιατική | το | πταισματοδικείο | τα | πταισματοδικεία |
| κλητική | πταισματοδικείο | πταισματοδικεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πταισματοδικείο ουδέτερο
- (νομικός όρος) κατώτερο δικαστήριο που εκδικάζει ελαφρά παραπτώματα (πταίσματα)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πταισματοδίκης, πταίσμα και δίκη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.