πταισματοδικείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πταισματοδικείο τα πταισματοδικεία
      γενική του πταισματοδικείου των πταισματοδικείων
    αιτιατική το πταισματοδικείο τα πταισματοδικεία
     κλητική πταισματοδικείο πταισματοδικεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πταισματοδικείο < πταίσμα + -ο- + -δικείο

Ουσιαστικό

πταισματοδικείο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.