-ίκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -ίκος οι -ίκοι
      γενική του -ίκου των -ίκων
    αιτιατική τον -ίκο τους -ίκους
     κλητική -ίκο -ίκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ίκος < λείπει η ετυμολογία

Επίθημα

-ίκος αρσενικό (θηλυκό -ίκα)

  1. επίθημα για το σχηματισμό κυρίων ονόματων (χαϊδευτικών)
    Αντρέας > Αντρίκος
  2. (υποκοριστικό) επίθημα, συχνά με τη μορφή -τζίκος
    φουκαράς < φουκαρατζής > φουκαρατζίκος

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ίκος στο Βικιλεξικό

όπως

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.