-ίκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | -ίκος | οι | -ίκοι |
| γενική | του | -ίκου | των | -ίκων |
| αιτιατική | τον | -ίκο | τους | -ίκους |
| κλητική | -ίκο | -ίκοι | ||
| Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -ίκος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθημα
-ίκος αρσενικό (θηλυκό -ίκα)
- επίθημα για το σχηματισμό κυρίων ονόματων (χαϊδευτικών)
- (υποκοριστικό) επίθημα, συχνά με τη μορφή -τζίκος
- φουκαράς < φουκαρατζής > φουκαρατζίκος
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ίκος στο Βικιλεξικό
όπως
- γαμίκος
- κερατατζίκος
- λαουτζίκος
- μασκαρατζίκος
- φουκαρατζίκος
Σημειώσεις
- με διαφορετική ετυμολογία, χωρίς υποκοριστική σημασία: λαμπίκος, μενσεβίκος, μουζίκος, μπολσεβίκος, μπρουντσβίκος, πιτσιρίκος
Μεταφράσεις
-ίκος
|
|
Πηγές
- λήγουν σε -ίκος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- «λαός, λαουτζίκος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.