μουζίκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μουζίκος | οι | μουζίκοι |
| γενική | του | μουζίκου | των | μουζίκων |
| αιτιατική | τον | μουζίκο | τους | μουζίκους |
| κλητική | μουζίκε | μουζίκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μουζίκος < (άμεσο δάνειο) ρωσική мужик
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.