μασκαρατζίκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μασκαρατζίκος οι μασκαρατζίκοι
      γενική του μασκαρατζίκου των μασκαρατζίκων
    αιτιατική τον μασκαρατζίκο τους μασκαρατζίκους
     κλητική μασκαρατζίκο μασκαρατζίκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μασκαρατζίκος < μασκαρ(άς + ατζίκος[1] (μασκαρατζ(ής) + υποκοριστικό επίθημα -ίκος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.ska.ɾaˈd͡zi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μασκαρατζίκος

Ουσιαστικό

μασκαρατζίκος αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.