δισκέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δισκέτα | οι | δισκέτες |
| γενική | της | δισκέτας | των | δισκετών |
| αιτιατική | τη | δισκέτα | τις | δισκέτες |
| κλητική | δισκέτα | δισκέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

διάφορες δισκέτες
Ετυμολογία
- δισκέτα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική diskette < disk < αρχαία ελληνική δίσκος
Ουσιαστικό
δισκέτα θηλυκό
- (υλικό υπολογιστή) μικρός μαγνητικός δίσκος για την (προσωρινή) αποθήκευση πληροφοριών και δεδομένων
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.