ριξιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ριξιά οι ριξιές
      γενική της ριξιάς των ριξιών
    αιτιατική τη ριξιά τις ριξιές
     κλητική ριξιά ριξιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ριξιά < ρίχνω + -ιά

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾiˈksça/

Ουσιαστικό

ριξιά θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ρίχνω
  2. ό,τι ρίχνεται την κάθε φορά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.