ῥακόω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ῥακόω < ῥάκος

Ρήμα

ῥακόω-ῥακῶ

  1. κουρελιάζομαι, διαλύομαι και σκορπίζομαι
  2. ρυτιδώνω, ρυτιδιάζω
    ἐρρακωμένα πρόσωπα (ρυτιδιασμένα πρόσωπα)


Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.