ὠτακουστέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ὠτακουστέω < ὠτός ( < οὖς) + ἀκούω ή κατ' άλλους από το ὠτακουστής
Ρήμα
ὠτακουστέω
- κρυφακούω, σπιουνεύω, κατασκοπεύω
- εἴ τι δυναίατο κακὸν τοὺς πολεμίους ποιέειν, ἅμα δὲ καὶ ὠτακούστεον ὅκῃ πεσέεται τὰ Μαρδονίου πρήγματα
- οὐ πολλοὺς προύπεμπεν, ἐφορωμένους ὑπὸ Χρυσάντα καὶ ἐφορῶντας αὐτὸν, ὡς ὠτακουστοῦντες
Σημειώσεις
- Απαντάται μόνο στον ενεστώτα, κυρίως η μετοχή
Συγγενικά
- ὠτακουστής (παράγωγο ή αντιστρόφως)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.