ὠκυδρόμας

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὠκυδρόμας < ὠκυ- (ὠκύς) + θέμα δραμ- του τρέχω

Επίθετο

ὠκυδρόμας αρσενικό ή θηλυκό και ὠκυδρόμον το ουδέτερο καθώ και ὠκυδρόμος, -ος, ον (πιθανόν και ως ουσιαστικό)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.