ποδώκης

ποδώκης -ες

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ποδώκης < πούς (γενική: ποδ-ός) + ὠκύς

Επίθετο

ποδώκης, -ης, -ες

  1. (για ανθρώπους και ζώα, κυρίως άλογα) ο γρήγορος στα πόδια
  2. ταχύς, γρήγορος
  3. ορμητικός, βίαιος

{Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.