ὠκύαλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὠκύαλος τὸ ὠκύαλον οἱ, αἱ ὠκύαλοι τὰ ὠκύαλα
Γενική τοῦ, τῆς ὠκυάλου τοῦ ὠκυάλου τῶν ὠκυάλων τῶν ὠκυάλων
Δοτική τῷ, τῇ ὠκυάλῳ τῷ ὠκυάλῳ τοῖς, ταῖς ὠκυάλοις τοῖς ὠκυάλοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ὠκύαλον τὸ ὠκύαλον τοὺς, τὰς ὠκυάλους τὰ ὠκύαλα
Κλητική ὠκύαλε ὠκύαλον ὠκύαλοι ὠκύαλα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὠκυάλω
Γενική-Δοτική ὠκυάλοιν

Ετυμολογία

ὠκύαλος < ὠκύς + ἅλς

Επίθετο

ὠκύαλος, -ος, -ον

  • που κινείται με ταχύτητα στη θάλασσα, επίθετο για πλοία, το καράβι που κινείται πάνω από το νερό γοργά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.