ὑπόχρεως
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ὑπόχρεω- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὑπόχρεως | τὸ | ὑπόχρεων | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ὑπόχρεω | τοῦ | ὑπόχρεω | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ὑπόχρεῳ | τῷ | ὑπόχρεῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὑπόχρεων | τὸ | ὑπόχρεων | ||
| κλητική ὦ! | ὑπόχρεως | ὑπόχρεων | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ὑπόχρεῳ | τὰ | ὑπόχρεα | ||
| γενική | τῶν | ὑπόχρεων | τῶν | ὑπόχρεων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ὑπόχρεῳς | τοῖς | ὑπόχρεῳς | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὑπόχρεως | τὰ | ὑπόχρεα | ||
| κλητική ὦ! | ὑπόχρεῳ | ὑπόχρεα | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑπόχρεω | τὼ | ὑπόχρεω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὑπόχρεῳν | τοῖν | ὑπόχρεῳν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ἵλεως' όπως «ἵλεως» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- ὑπόχρεως - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπόχρεως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.