ὑπόχρεος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὑπόχρεος τὸ ὑπόχρεον οἱ, αἱ ὑπόχρεοι τὰ ὑπόχρεα
Γενική τοῦ, τῆς ὑποχρέου τοῦ ὑποχρέου τῶν ὑποχρέων τῶν ὑποχρέων
Δοτική τῷ, τῇ ὑποχρέῳ τῷ ὑποχρέῳ τοῖς, ταῖς ὑποχρέοις τοῖς ὑποχρέοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ὑπόχρεον τὸ ὑπόχρεον τοὺς, τὰς ὑποχρέους τὰ ὑπόχρεα
Κλητική ὑπόχρεε ὑπόχρεον ὑπόχρεοι ὑπόχρεα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὑποχρέω
Γενική-Δοτική ὑποχρέοιν

Ετυμολογία

ὑπόχρεος < ὑπόχρεως

Επίθετο

ὑπόχρεος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.