ὁπλοφόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὁπλοφόρος | τὸ | ὁπλοφόρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ὁπλοφόρου | τοῦ | ὁπλοφόρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ὁπλοφόρῳ | τῷ | ὁπλοφόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὁπλοφόρον | τὸ | ὁπλοφόρον | ||
| κλητική ὦ! | ὁπλοφόρε | ὁπλοφόρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ὁπλοφόροι | τὰ | ὁπλοφόρᾰ | ||
| γενική | τῶν | ὁπλοφόρων | τῶν | ὁπλοφόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ὁπλοφόροις | τοῖς | ὁπλοφόροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὁπλοφόρους | τὰ | ὁπλοφόρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ὁπλοφόροι | ὁπλοφόρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁπλοφόρω | τὼ | ὁπλοφόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὁπλοφόροιν | τοῖν | ὁπλοφόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ὁπλοφόρος < ὁπλο- + -φόρος
Επίθετο
ὁπλοφόρος, -ος, -ον
- (επάγγελμα, στρατιωτικός βαθμός) που φέρει όπλα, πολεμιστής, στρατιώτης
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 190 (189-191)
- ἀσπίδος ἔρυμα καὶ κλισίας | ὁπλοφόρους Δαναῶν θέλουσ᾽ | ἵππων τ᾽ ὄχλον ἰδέσθαι.
- των Δαναών να δω ποθούσα | το στρατό τον ασπιδόφραχτο, | τις σκηνές, γεμάτες όπλα, και τ᾽ αμάξια τα πολλά.
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στην Αυλίδα: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ἀσπίδος ἔρυμα καὶ κλισίας | ὁπλοφόρους Δαναῶν θέλουσ᾽ | ἵππων τ᾽ ὄχλον ἰδέσθαι.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 6, 2.37 @scaife.perseus
- οὗτοι δὲ ὁπλοφόρου μὲν τάξεως ἀπολελύσονται, ἃ δὲ ἐπίστανται, τῷ βουλομένῳ μισθοῦ ὑπηρετοῦντες ἐν τῷ τεταγμένῳ ἔσονται.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 6, 3.3 @scaife.perseus
- ὅπου δὲ στενωτέρα εἴη ἡ ὁδός, διὰ μέσου ποιούμενοι τὰ σκευοφόρα ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἐπορεύοντο οἱ ὁπλοφόροι· καὶ εἴ τι ἐμποδίζοι, οἱ κατὰ ταῦτα γιγνόμενοι τῶν στρατιωτῶν ἐπεμέλοντο.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αιμίλιος Παύλος, 32.8 @scaife.perseus
- μετὰ δὲ τὰς ὁπλοφόρους ἁμάξας ἄνδρες ἐπἐπορεύοντο τρισχίλιοι νόμισμα φέροντες ἀργυροῦν ἐν ἀγγείοις ἑπτακοσίοις πεντήκοντα τριταλάντοις, ὧν ἕκαστον ἀνὰ τέσσαρες ἐκόμιζον·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 190 (189-191)
- (επάγγελμα, στρατιωτικός βαθμός) που φέρει δόρυ, δορυφόρος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἱέρων, 2.8 @scaife.perseus
- αὐτοί τε γοῦν ὡπλισμένοι οἴονται ἀνάγκην εἶναι διάγειν καὶ ἄλλους ὁπλοφόρους ἀεὶ συμπεριάγεσθαι.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἱέρων, 2.8 @scaife.perseus
- (επάγγελμα) δικαστής ή θρησκευτικός αξιωματούχος
- ※ 2ος πκε αιώνας, Επιγραφή από το νησί της Σαμοθράκης. IG XII,8 178. στ. 2-3, @epigraphy.packhum.org
- ἀπὸ Ἀζωρίου στρατ̣ηγὸς Τριπολιτ̣[ῶ]ν̣ καὶ
ὁπλοφόρος Παρμενίσσκος· ἀκόλουθος Μένανδρος
- ἀπὸ Ἀζωρίου στρατ̣ηγὸς Τριπολιτ̣[ῶ]ν̣ καὶ
- ※ 2ος πκε αιώνας, Επιγραφή από το νησί της Σαμοθράκης. IG XII,8 178. στ. 2-3, @epigraphy.packhum.org
- προσωνυμία της Αθηνάς και του Άρεως
Πηγές
- ὁπλοφόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὁπλοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.