ὀρφανοτροφεῖον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ὀρφανοτροφεῖον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ὀρφανοτροφεῖον ουδέτερο

  • ίδρυμα για την περίθαλψη των ορφανών
      6ος αιώνας Ψευδο-Νόννος, Σχόλια Μυθολογικά, 4.74, @catholiclibrary.org
    λέγει οὖν ὁ θεῖος Γρηγόριος ὅτι ὥσπερ ἔνιαι χῶραι καὶ πόλεις καὶ πολῖται ἔσχον τι κατ' ἐξαίρετον ἰδίωμα, οὕτω τὸ δόγμα τῶν Χριστιανῶν πάντα ταῦτα, ὀρφανοτροφεῖα, ξενῶνας, νοσοκομεῖα, πτωχοτροφεῖα καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα ἀγαθά.
      7ος αιώνας Πασχάλιο Χρονικό (περίπου 630), ανωνύμου, 722 @catholiclibrary.org
    καὶ τῇ νυκτὶ εὐθέως τῇ ἐπὶ κυριακὴν κατὰ δημιουργίαν τοῦ ἀγαθοῦ καὶ φιλοικτίρμονος θεοῦ περιέπεσαν αὐτοὶ οἱ Πέρσαι οἱ πρεσβεύσαντες πρὸς τὸν Χαγάνον ἐν τῷ ἀντιπερᾶν αὐτοὺς διὰ Χαλῶν ἐπὶ Χρυσόπολιν εἰς ἡμετέρους καράβους, ἐν οἷς ἦσάν τινες καὶ τῶν τοῦ ὀρφανοτροφείου·
      11ος αιώνας - Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις ἱστοριῶν, CHSB, Επιμ. Bekker, σελ. 51 @books.google.gr. γλώσσα: λόγια μεσαιωνική (όψιμη ελληνιστική)
    τὸν Λέοντα δὲ λαβὼν τῆς χειρός, καὶ εἰς τὸν ναὸν εἰσελθὼν Παύλου τοῦ ἀποστόλου κατὰ τὸ ὀρφανοτροφεῖον, καὶ πίστεις δοὺς αὐτῷ καὶ λαβών, ἀνακαλύπτει τὰ ἔκφορα, τὴν μὲν ἀλήθειαν ἀποκαλύψας, εἰπὼν δ' ἐκ θείας ἀποκαλύψεως πεπληροφορῆσθαι ὡς τῆς Ῥωμαίων ἡγεμονίας πάντως ὁ Λέων γενήσεται ἐγκρατής.

Συγγενικά

  • ἀπορφανίζω
  • ὀρφανεύω
  • ὀρφανιά
  • ὀρφανίζω
  • ὀρφανικός
  • ὀρφανός
  • ὀρφανοτρόφος
  • ὀρφανῶ
  • ὀρφανοῦμαι (μέση φωνή)

Κλιτικοί τύποι

  • ὀρφανοτροφείου (γενική ενικού)
  • ὀρφανοτροφεῖα (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.