δυσείματος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | δυσείματος | τὸ | δυσείματον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | δυσειμάτου | τοῦ | δυσειμάτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | δυσειμάτῳ | τῷ | δυσειμάτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | δυσείματον | τὸ | δυσείματον | ||
| κλητική ὦ! | δυσείματε | δυσείματον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | δυσείματοι | τὰ | δυσείματᾰ | ||
| γενική | τῶν | δυσειμάτων | τῶν | δυσειμάτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | δυσειμάτοις | τοῖς | δυσειμάτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | δυσειμάτους | τὰ | δυσείματᾰ | ||
| κλητική ὦ! | δυσείματοι | δυσείματᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δυσειμάτω | τὼ | δυσειμάτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δυσειμάτοιν | τοῖν | δυσειμάτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δυσείματος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
δυσείματος, -ος, -ον
- άθλια ντυμένος, κακοντυμένος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 1107 (1107-1108)
- σὺ δ᾽ ὧδ᾽ ἄλουτος καὶ δυσείματος χρόα | λεχὼ νεογνῶν ἐκ τόκων πεπαυμένη;
- Μα έτσι,μετά τη γέννα σου, απομένεις | άλουστη και κακοντυμένη;
- Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
- σὺ δ᾽ ὧδ᾽ ἄλουτος καὶ δυσείματος χρόα | λεχὼ νεογνῶν ἐκ τόκων πεπαυμένη;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 1107 (1107-1108)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εἷμα
Πηγές
- δυσείματος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυσείματος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.