δυσείματος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δυσείματος τὸ δυσείματον
      γενική τοῦ/τῆς δυσειμάτου τοῦ δυσειμάτου
      δοτική τῷ/τῇ δυσειμάτ τῷ δυσειμάτ
    αιτιατική τὸν/τὴν δυσείματον τὸ δυσείματον
     κλητική ! δυσείματε δυσείματον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυσείματοι τὰ δυσείματ
      γενική τῶν δυσειμάτων τῶν δυσειμάτων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσειμάτοις τοῖς δυσειμάτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσειμάτους τὰ δυσείματ
     κλητική ! δυσείματοι δυσείματ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσειμάτω τὼ δυσειμάτω
      γεν-δοτ τοῖν δυσειμάτοιν τοῖν δυσειμάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυσείματος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

δυσείματος, -ος, -ον

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.