ἡσσάομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἡσσάομαι < ἧσσον / ἧττον

Ρήμα

ἡσσάομαι

  1. είμαι κατώτερος από κάποιον ή ασθενέστερος
  2. νικιέμαι
  3. υποχωρώ
  4. (νομικός όρος) χάνω τη δίκη

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.