ἡσσάομαι
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ἡσσάομαι
<
ἧσσον
/
ἧττον
Ρήμα
ἡσσάομαι
είμαι
κατώτερος
από κάποιον ή
ασθενέστερος
νικιέμαι
υποχωρώ
(
νομικός όρος
)
χάνω
τη
δίκη
ἡττάομαι
ἡσσῶμαι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.