ἧσσον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἧσσον < από το ουδέτερο του επιθέτου ἥσσων,-ον (συγκριτικός βαθμός του επιθέτου κακός και μικρός και άλλων)

Επίρρημα

ἧσσον και ἧττον

  • .........

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ουδέτερο του ἥσσων

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.