ἧττον
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ἧττον
< από το ουδέτερο του επιθέτου
ἥττων
,-ον (συγκριτικός βαθμός του επιθέτου
κακός
και
μικρός
) και συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος
ἦκα
Επίρρημα
ἧττον
και
ἧσσον
λιγότερο
αττικός τύπος
του
ἧσσον
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ουδέτερο του
ἥττων
Συγγενικά
ἦκα
ἧσσον
ἥττων
ἥσσων
ἧττα
και
ἧσσα
ἡττάομαι
και
ἡσσάομαι
ἑσσόομαι
(
ιωνικός
τύπος των ανωτέρω ρημάτων)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.