ἡλιακός
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἡλιακός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἡλιακός
Παράγωγα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἥλιος
Πηγές
- ἡλιακός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἡλιακός | ἡ | ἡλιακή | τὸ | ἡλιακόν |
| γενική | τοῦ | ἡλιακοῦ | τῆς | ἡλιακῆς | τοῦ | ἡλιακοῦ |
| δοτική | τῷ | ἡλιακῷ | τῇ | ἡλιακῇ | τῷ | ἡλιακῷ |
| αιτιατική | τὸν | ἡλιακόν | τὴν | ἡλιακήν | τὸ | ἡλιακόν |
| κλητική ὦ! | ἡλιακέ | ἡλιακή | ἡλιακόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἡλιακοί | αἱ | ἡλιακαί | τὰ | ἡλιακᾰ́ |
| γενική | τῶν | ἡλιακῶν | τῶν | ἡλιακῶν | τῶν | ἡλιακῶν |
| δοτική | τοῖς | ἡλιακοῖς | ταῖς | ἡλιακαῖς | τοῖς | ἡλιακοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ἡλιακούς | τὰς | ἡλιακᾱ́ς | τὰ | ἡλιακᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ἡλιακοί | ἡλιακαί | ἡλιακᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡλιακώ | τὼ | ἡλιακᾱ́ | τὼ | ἡλιακώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἡλιακοῖν | τοῖν | ἡλιακαῖν | τοῖν | ἡλιακοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἡλιακός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἥλι(ος) + -ακός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἥλιος
Πηγές
- ἡλιακός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.