ἄναρχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἄναρχος | τὸ ἄναρχον | οἱ, αἱ ἄναρχοι | τὰ ἄναρχα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἀνάρχου | τοῦ ἀνάρχου | τῶν ἀνάρχων | τῶν ἀνάρχων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἀνάρχῳ | τῷ ἀνάρχῳ | τοῖς, ταῖς ἀνάρχοις | τοῖς ἀνάρχοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἄναρχον | τὸ ἄναρχον | τοὺς, τὰς ἀνάρχους | τὰ ἄναρχα |
| Κλητική | ἄναρχε | ἄναρχον | ἄναρχοι | ἄναρχα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀνάρχω | |||
| Γενική-Δοτική | ἀνάρχοιν | |||
Επίθετο
ἄναρχος, -ος, -ον
- που δεν έχει αρχηγό, χωρίς εξουσία
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 8, 558c
- Ταῦτά τε δή, ἔφην, ἔχοι ἂν καὶ τούτων ἄλλα ἀδελφὰ δημοκρατία, καὶ εἴη, ὡς ἔοικεν, ἡδεῖα πολιτεία καὶ ἄναρχος καὶ ποικίλη, ἰσότητά τινα ὁμοίως ἴσοις τε καὶ ἀνίσοις διανέμουσα.
- Αυτά έχει και άλλα όμοια πολλά πλεονεκτήματα η δημοκρατία και είναι, καθώς βλέπεις, πολίτευμα ευχάριστο, με μεγάλη ποικιλία και με τέλειαν αναρχία, αφού μοιράζει κάποιαν ισότητα ομοίως σε ίσους και ανίσους.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Ταῦτά τε δή, ἔφην, ἔχοι ἂν καὶ τούτων ἄλλα ἀδελφὰ δημοκρατία, καὶ εἴη, ὡς ἔοικεν, ἡδεῖα πολιτεία καὶ ἄναρχος καὶ ποικίλη, ἰσότητά τινα ὁμοίως ἴσοις τε καὶ ἀνίσοις διανέμουσα.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 8, 558c
- που δεν έχει αρχή, ξεκίνημα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἀρχή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.