δυσεντερικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσεντερικός η δυσεντερική το δυσεντερικό
      γενική του δυσεντερικού της δυσεντερικής του δυσεντερικού
    αιτιατική τον δυσεντερικό τη δυσεντερική το δυσεντερικό
     κλητική δυσεντερικέ δυσεντερική δυσεντερικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσεντερικοί οι δυσεντερικές τα δυσεντερικά
      γενική των δυσεντερικών των δυσεντερικών των δυσεντερικών
    αιτιατική τους δυσεντερικούς τις δυσεντερικές τα δυσεντερικά
     κλητική δυσεντερικοί δυσεντερικές δυσεντερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυσεντερικός < αρχαία ελληνική < δυσεντερία

Επίθετο

δυσεντερικός, -ή, -ό

Ουσιαστικό

δυσεντερικός αρσενικό, θηλυκό -ή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.