ξεπλήρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεπλήρωμα τα ξεπληρώματα
      γενική του ξεπληρώματος των ξεπληρωμάτων
    αιτιατική το ξεπλήρωμα τα ξεπληρώματα
     κλητική ξεπλήρωμα ξεπληρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεπλήρωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ξεπλήρωμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του ξεπληρώνω
    η πληρωμή όλων των χρεών, η αποπληρωμή
    (μεταφορικά) η ανταπόδοση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.