ξεπλήρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεπλήρωμα | τα | ξεπληρώματα |
| γενική | του | ξεπληρώματος | των | ξεπληρωμάτων |
| αιτιατική | το | ξεπλήρωμα | τα | ξεπληρώματα |
| κλητική | ξεπλήρωμα | ξεπληρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεπλήρωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ξεπλήρωμα ουδέτερο
- η ενέργεια του ξεπληρώνω
- η πληρωμή όλων των χρεών, η αποπληρωμή
- (μεταφορικά) η ανταπόδοση
Μεταφράσεις
ξεπλήρωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.