ἐφημερία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐφημερί αἱ ἐφημερίαι
      γενική τῆς ἐφημερίᾱς τῶν ἐφημεριῶν
      δοτική τῇ ἐφημερί ταῖς ἐφημερίαις
    αιτιατική τὴν ἐφημερίᾱν τὰς ἐφημερίᾱς
     κλητική ! ἐφημερί ἐφημερίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐφημερί
γεν-δοτ τοῖν  ἐφημερίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐφημερία < ἐπί + ἡμέρα

Ουσιαστικό

ἐφημερία θηλυκό

  1. (θρησκεία) εβδομαδιαία ή ημερήσια ιερατική εφημερία
     συνώνυμα: ἐφημερίς
  2. (θρησκεία) (συνεκδοχικά) η λειτουργία που τελείται από τον ιερέα κατά τη διάρκεια της εφημερίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.