Ἐπιπολαί
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
|---|---|---|
| ονομαστική | αἱ | Ἐπιπολαί |
| γενική | τῶν | Ἐπιπολῶν |
| δοτική | ταῖς | Ἐπιπολαῖς |
| αιτιατική | τὰς | Ἐπιπολᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | Ἐπιπολαί | |
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||
Ετυμολογία
- Ἐπιπολαί: πληθυντικός αριθμός του ἐπιπολή
Κύριο όνομα
Ἐπιπολαί θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- τοπωνύμιο της Σικελίας έξω από τις Συρακούσες
- ※ ἐξήρτηται γὰρ τὸ ἄλλο χωρίον, καὶ μέχρι τῆς πόλεως ἐπικλινές τ' ἐστὶ καὶ ἐπιφανὲς πᾶν ἔσω: καὶ ὠνόμασται ὑπὸ τῶν Συρακοσίων διὰ τὸ ἐπιπολῆς τοῦ ἄλλου εἶναι Ἐπιπολαί. (Θουκυδίδης, Ιστορία Ϛ, 96, 2)
Πηγές
- Ἐπιπολαί - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.