Ἐπιπολαί

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική αἱ Ἐπιπολαί
      γενική τῶν Ἐπιπολῶν
      δοτική ταῖς Ἐπιπολαῖς
    αιτιατική τὰς Ἐπιπολᾱ́ς
     κλητική ! Ἐπιπολαί
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἐπιπολαί: πληθυντικός αριθμός του ἐπιπολή

Κύριο όνομα

Ἐπιπολαί θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.