επιπόλαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιπόλαση | οι | επιπολάσεις |
| γενική | της | επιπόλασης* | των | επιπολάσεων |
| αιτιατική | την | επιπόλαση | τις | επιπολάσεις |
| κλητική | επιπόλαση | επιπολάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επιπολάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιπόλαση < αρχαία ελληνική ἐπιπόλασις < ἐπιπολάζω < ἐπιπολή < ἐπί + πέλω
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη επιπολάζω
Μεταφράσεις
επιπόλαση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.