ἐπιγονατίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐπιγονατίς | αἱ | ἐπιγονατίδες | ||||
| γενική | τῆς | ἐπιγονατίδος | τῶν | ἐπιγονατίδων | ||||
| δοτική | τῇ | ἐπιγονατίδῐ | ταῖς | ἐπιγονατίσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | ἐπιγονατίδᾰ | τὰς | ἐπιγονατίδᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | ἐπιγονατίς* | ἐπιγονατίδες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιγονατίδε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιγονατίδοιν | ||||||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἐπιγονατίς (ελληνιστική κοινή) < ἐπι- + αρχαία ελληνική γόνυ, γονατ- + -ίς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵónu
Ουσιαστικό
ἐπιγονατίς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (ανατομία) επιγονατίδα
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De usu partium corporis humani I-XI, 3.15 @scaife.perseus
- ἥ τε μύλη μὲν πρός τινων, ἐπιγονατὶς δ’ ὑφ’ ἑτέρων ὀνομαζομένη, χονδρῶδες ὀστοῦν οὖσα, τὰ πρόσω μέρη τῆς διαρθρώσεως ἅπαντα καταλαμβάνει, κωλύουσα μὲν καὶ αὐτὸν τὸν μηρὸν ὀλισθαίνειν εἰς τὰ πρόσω μέρη,
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De ossibus ad tirones, κεφ. 23 @scaife.perseus
- ὀνομάζουσι δὲ τὸ ὀστοῦν τοῦτο τινὲς μὲν ἐπιγονατίδα, τινὲς δὲ μύλην.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De usu partium corporis humani I-XI, 3.15 @scaife.perseus
- (ενδυμασία) ένδυμα που φτάνει μέχρι το γόνατο
- ιωνικός τύπος : ἐπιγουνατίς
Πηγές
- ἐπιγονατίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.